- ευτεχνής
- εὐτεχνής, -ές (ΑΜ)1. εύτεχνος*, κατασκευασμένος ωραία, με τέχνη2. επιδέξιος, επιτήδειος3. αυτός που έχει σχεδιαστεί καλά.επίρρ...εὐτεχνῶς (ΑΜ) επιδέξιαμε επιτηδειότητα, με τέχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεχνης (< τέχνη), πρβλ. κακο-τεχνής, πολυ-τεχνής].
Dictionary of Greek. 2013.